- συνωμοσία
- η заговор; сговор
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνωμοσία — συνωμοσίᾱ , συνωμοσία being leagued by oath fem nom/voc/acc dual συνωμοσίᾱ , συνωμοσία being leagued by oath fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνωμοσίᾳ — συνωμοσίαι , συνωμοσία being leagued by oath fem nom/voc pl συνωμοσίᾱͅ , συνωμοσία being leagued by oath fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνωμοσία — η 1. συνεννόηση για εχθρική πράξη εναντίον κάποιου: Ανακαλύφτηκε συνωμοσία στο στράτευμα. 2. εχθρική πράξη πολλών, μετά από συνεννόηση, εναντίον άλλου: Η συνωμοσία του Κατιλίνα απέτυχε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνωμοσία — η, ΝΜΑ [συνωμότης] μυστική και ένορκη συμφωνία πολλών ατόμων για την τέλεση αξιόποινης πράξης, ιδίως για ανατροπή καθεστώτος νεοελλ. 1. (νομ.) συναπόφαση δύο ή περισσότερων προσώπων να τελέσουν έσχατη προδοσία 2. (κατ επέκτ.) κάθε εχθρική… … Dictionary of Greek
ξυνωμοσία — συνωμοσίᾱ , συνωμοσία being leagued by oath fem nom/voc/acc dual συνωμοσίᾱ , συνωμοσία being leagued by oath fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνωμοσίας — συνωμοσίᾱς , συνωμοσία being leagued by oath fem acc pl συνωμοσίᾱς , συνωμοσία being leagued by oath fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνωμοσίας — συνωμοσίᾱς , συνωμοσία being leagued by oath fem acc pl συνωμοσίᾱς , συνωμοσία being leagued by oath fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνωμοσίαι — συνωμοσία being leagued by oath fem nom/voc pl συνωμοσίᾱͅ , συνωμοσία being leagued by oath fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνωμοσίαν — συνωμοσίᾱν , συνωμοσία being leagued by oath fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνωμοσίαν — συνωμοσίᾱν , συνωμοσία being leagued by oath fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Заговор — • Συνωμοσία, см. Έταιρία, Гетерии … Реальный словарь классических древностей